συστηματικῶν

συστηματικῶν
συστηματικός
of
fem gen pl
συστηματικός
of
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… …   Dictionary of Greek

  • επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… …   Dictionary of Greek

  • ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… …   Dictionary of Greek

  • κοστολόγηση — η [κοστολογώ] (οικον.) το σύνολο τών συστηματικών εργασιών που έχουν σκοπό τη συγκέντρωση, κατάταξη και καταγραφή, καθώς και τον επιμερισμό τών δαπανών, ώστε να προσδιοριστεί ορθά το κόστος παραγωγής ενός προϊόντος, μιας υπηρεσίας ή μιας… …   Dictionary of Greek

  • οργανογένεση — και οργανογένεια, η βιολ. κύρια φάση τής εμβρυογένεσης, που αποτελεί σειρά συστηματικών διαδικασιών ενοποίησης οι οποίες μετατρέπουν μια άμορφη μάζα κυττάρων τού αναπτυσσόμενου εμβρύου σε πλήρες όργανο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • οστεοπόρωση — (Ιατρ.). Λέπτυνση στα σηραγγώδη και φλοιώδη στρώματα του οστού, ως αποτέλεσμα μερικής απορρόφησής του. Η νόσος αυτή είναι αποτέλεσμα τοπικών ή συστηματικών μεταβολικών διαταραχών. Συχνά παρατηρείται στην οστεομυελίτιδα, στη νόσο του Ιτσένκο… …   Dictionary of Greek

  • ραδιενέργεια — Ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να αποσυνθέτουν αυτόματα (φυσική ρ.) ή τεχνητά (τεχνητή ρ.) τους ατομικούς πυρήνες, με εκπομπή σωματιδιακών ακτινοβολιών (α και β) και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (γ). Οι πρώτες μελέτες επί της φυσικής ρ. ανάγονται …   Dictionary of Greek

  • Αναγνώστου, Ιωάννης — (Λάρισα 1892 – Αθήνα 1971). Γιατρός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Αθήνας και του Βερολίνου. Υπήρξε διαδοχικά βοηθός, επιμελητής, υφηγητής και καθηγητής (1948) στην έδρα της φυτοπαθολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το… …   Dictionary of Greek

  • βάσεις — Χημικές ενώσεις που χαρακτηρίζονται από την ικανότητα να διίστανται στα υδατικά διαλύματά τους δίνοντας τα υδροξύλια (ΟΗ), η συγκέντρωση των οποίων είναι ευθέως ανάλογη με την ισχύ της βάσης. Το φαινόμενο αυτό της ηλεκτρολυτικής διάστασης είναι… …   Dictionary of Greek

  • ηλιακό σύστημα — Ο Ήλιος και το σύνολο των ουράνιων σωμάτων, πλανητών, δορυφόρων, αστεροειδών, κομητών και μετεωριτών/μετεώρων που περιφέρονται γύρω από αυτόν σύμφωνα με τους νόμους της παγκόσμιας έλξης και τους νόμους του Κέπλερ. Μετά τις πρόσφατες όμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”